- ἀσπορία
- ἀσπορ-ία, ἡ,A barrenness, Man.4.585.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασποριά — η (AM ἀσπορία) [άσπορος] νεοελλ. η έλλειψη σπόρων, η κακή σοδειά από δημητριακά και όσπρια μσν. η γέννηση χωρίς σπέρμα (η γέννηση του Χριστού από την Παρθένο Μαρία) αρχ. η στειρότητα, η ατεκνία … Dictionary of Greek
ἀσπορίας — ἀσπορίᾱς , ἀσπορία barrenness fem acc pl ἀσπορίᾱς , ἀσπορία barrenness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπορίην — ἀσπορία barrenness fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσπορίῃ — ἀσπορία barrenness fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)